Μην τις αφήσουμε μόνες τους!

Ακολουθεί κείμενο που έχει γραφτεί με αφορμή τον εγκλεισμό, από γυναίκα που πριν κάποιο καιρό υπέστη κακοποίηση απο τον άνθρωπο με τον οποίο είχε σχέση.

* Ή αλλιώς “Σκέψεις ενός θύματος έμφυλης βίας μέσα στην καραντίνα”

Ακολουθεί κείμενο που έχει γραφτεί με αφορμή τον εγκλεισμό, από γυναίκα που πριν κάποιο καιρό υπέστη κακοποίηση απο τον άνθρωπο με τον οποίο είχε σχέση. Μην τις αφήσετε μόνες τους. Μην τις αφήσουμε μόνες τους. Τα σώματά μας δεν είναι πεδία μάχης, μας ανήκουν. Στην καραντίνα και πάντα, η σιωπή πρέπει να σπάει.


“Είμαι θύμα κακοποίησης. Είμαι θύμα κακοποίησης από έναν άντρα που είχα ερωτευθεί πολύ. Είμαι θύμα κακοποίησης που βρήκε το κουράγιο και έφυγε από τη σχέση Είμαι θύμα κακοποίησης που ευτυχώς επέζησε. Εδώ και αρκετό καιρό, προσπαθώ να μαζέψω το μυαλό μου, να σταματήσω να κατηγορώ τον εαυτό μου για την επιλογή μου, γιατί άργησα να φύγω, γιατί το άφησα να μου συμβεί… γιατί… γιατί… Πίνω χάπια για να καταφέρω να κοιμηθώ τα βράδια. Για να πέφτω σε βαθύ ύπνο και να μην έρχεται στον ύπνο μου. Για να μην βλέπω ξανά και ξανά αυτόν να με φτύνει, να με χαστουκίζει, να μου ρίχνει γροθιές στο πρόσωπο και τα πλευρά, να με αρπάζει από το λαιμό, να με κλωτσάει. Για να σταματήσω να σκέφτομαι. Τις τελευταίες μέρες είμαι και εγώ σπίτι μαζί με το παιδί μου. Στην ηρεμία και την ασφάλεια του σπιτιού μου. Επικοινωνώ με τους αγαπημένους μου ανθρώπους, με τους ανθρώπους που με στήριξαν και με στηρίζουν. Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε ο περιορισμός κυκλοφορίας. Εκείνο το βράδυ κατά την προσπάθεια μου να κοιμηθώ μου ήρθε στο μυαλό η σκέψη… πώς θα ήμουν, αν ήμουν ακόμη ζωντανή, πώς θα περνούσα τον καιρό της καραντίνας στο σπίτι μαζί του. Πώς θα περνούσαν όλες αυτές οι ώρες, οι μέρες μαζί του. Με την ψυχολογική πίεση για τα μηνύματα που θα έρχονταν στο κινητό, στα social media. Με τις παράλογες σκέψεις που θα του περνούσαν από το μυαλό. Αποκομμένη καιρό από όλους τους δικούς μου ανθρώπους. Πώς θα τα κατάφερνα να τον έχω ήρεμο, να μην προκαλέσει κάτι, οτιδήποτε, την βίαιη αντίδρασή του. Σφίχτηκε το στήθος μου. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω από την αγωνία. Πήγα και έκλαψα στο μπάνιο, να μην με ακούσει το παιδί. Πήρα βαθιές ανάσες και άρχισα να λέω στον εαυτό μου ότι έχω φύγει από όλο αυτό. Έχω γλιτώσει. Ναι έχω γλιτώσει. Και στο σπίτι είμαι μόνο εγώ και το παιδί μου. Οι δυο μας. Ασφαλείς. Λίγες μέρες μετά, διάβασα για τη γυναίκα που πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα και δεν δέχτηκαν τη μήνυσή της. Μετά θυμήθηκα πως κάπου διάβασα ότι στη Γαλλία, υπάρχει ειδικό μήνυμα για να το χρησιμοποιούν οι γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση και χρειάζονται βοήθεια, που το απευθύνουν στο φαρμακείο δήθεν ζητώντας μάσκες, και οι φαρμακοποιοί καταλαβαίνουν και ειδοποιούν τις αρχές. Σκέφτομαι αυτές τις γυναίκες που είναι ακόμη εκεί. Που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Που δεν μπόρεσαν να φύγουν. Καμία δεν θέλει να είναι εκεί. Καμία δεν θέλει να σκέφτεται πως να αποφύγει το επόμενο χαστούκι, την επόμενη μπουνιά. Σκέφτομαι την αγωνία τους. Σκέφτομαι τον πόνο τους. Αυτές τις μέρες, αυτές οι γυναίκες είναι μόνες τους. Και αγωνίζονται για την επιβίωσή τους. Μην σας φαίνεται πολύ βαρύ αυτό. Έτσι είναι. Ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε χτυπήσει την επόμενη φορά. Πόσο δυνατά. Να έχουμε το νου μας και σε αυτές τις γυναίκες. Να βρούμε έναν τρόπο να τις βοηθήσουμε. Να μην κλείσουμε τα αυτιά μας στις φωνές που θα ακούσουμε από το διπλανό διαμέρισμα. Σας παρακαλώ. Μην τις αφήσετε μόνες τους. Μην τις αφήσουμε μόνες τους. Δεν έχει σημασία το όνομά μου. Μία επιζήσασα”